πολυτροπία

πολυτροπία
και ιων. τ. πολυτροπίη, ἡ, Α [πολύτροπος]
1. η ιδιότητα τού πολύτροπου, πανουργία, δολιότητα
2. πολλαπλότητα, ποικιλία («ἡ ἐν τοῑς σχηματισμοῑς καινότης τε καὶ πολυτροπία», Διον. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυτροπία — πολυτροπίᾱ , πολυτροπία versatility fem nom/voc/acc dual πολυτροπίᾱ , πολυτροπία versatility fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτροπίᾳ — πολυτροπίαι , πολυτροπία versatility fem nom/voc pl πολυτροπίᾱͅ , πολυτροπία versatility fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτροπίας — πολυτροπίᾱς , πολυτροπία versatility fem acc pl πολυτροπίᾱς , πολυτροπία versatility fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτροπίαν — πολυτροπίᾱν , πολυτροπία versatility fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτροπίην — πολυτροπία versatility fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτροπίῃ — πολυτροπία versatility fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”